χειμερίαση

χειμερίαση
η, Ν
1. ιατρ. κατάσταση επιβράδυνσης τής ζωής, που προκαλείται με φαρμακευτικά και φυσικά μέσα σε έναν ομοιόθερμο οργανισμό και συνεπάγεται ελάττωση τού μεταβολισμού, τών οξειδώσεων και τής κεντρικής θερμοκρασίας τού σώματος, με ταυτόχρονη διατήρηση τής ζωής και τής κυτταρικής διεγερσιμότητας
2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μεθόδων με τις οποίες επιτυγχάνεται η παραπάνω κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμέριος + κατάλ. -ίαση*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • χειμερισμός — ο, Ν ιατρ. η χειμερίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμέριος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”