- χειμερίαση
- η, Ν1. ιατρ. κατάσταση επιβράδυνσης τής ζωής, που προκαλείται με φαρμακευτικά και φυσικά μέσα σε έναν ομοιόθερμο οργανισμό και συνεπάγεται ελάττωση τού μεταβολισμού, τών οξειδώσεων και τής κεντρικής θερμοκρασίας τού σώματος, με ταυτόχρονη διατήρηση τής ζωής και τής κυτταρικής διεγερσιμότητας2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μεθόδων με τις οποίες επιτυγχάνεται η παραπάνω κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμέριος + κατάλ. -ίαση*].
Dictionary of Greek. 2013.